φερέσβιος

φερέσβιος
φερέσ-βῐος, ον,
A life-bearing, life-giving,

γαῖα h.Ap.341

, Hes.Th.693;

οὖθαρ ἀρούρης h.Cer.450

;

ἄρουρα h.Hom.30.9

;

Ἥρη Emp.6.2

;

Δήμητρος στάχυς A.Fr.300.7

;

Δηώ Antiph.1

:—Poet. word, used in Arist.Mu.391b13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φερέσβιος — life bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέσβιος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που παράγει τα χρήσιμα και κατάλληλα για τη ζωή 2. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. για μετρικούς λόγους, αντί τού αναμενόμενου *φερέβιος (< φέρω* + βίος) αναλογικά προς τους τ.: φερε σσακής*… …   Dictionary of Greek

  • φερέσβιον — φερέσβιος life bearing masc/fem acc sg φερέσβιος life bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσβίου — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσβίους — φερέσβιος life bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσβίων — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερεσβίῳ — φερέσβιος life bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέσβια — φερέσβιος life bearing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φερέσβιε — φερέσβιος life bearing masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЭМПЕДОКЛ —    • Empedŏcles,          Έμπεδοκλη̃ς, философ, происходил из богатой и знатной фамилии в Агригенте, родился около 490 г. до н. э. Его отец Метон участвовал в изгнании тирана Фрасидея 470 г. до н. э.; он сам в 444 г. до н. э. свергнул… …   Реальный словарь классических древностей

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”